Ημερολόγιο Λοιμού
του Αλέξανδρου Υδάτη
Τρίτη 31 Μαρτίου
Εκτίοντας την ποινή του κατ' οίκον περιορισμό, με την κατηγορία ότι ανήκω σε ομάδα υψηλού κινδύνου γενικώς, ¨δραπετεύω άπαξ ημερησίως". Μοναδικός προορισμός το φυσιοθεραπευτήριο, όπου πάντα κάποιος που πονά, έρχεται για τις υπηρεσίες μου. Έτσι μου δίνεται η ευκαιρία, σχεδόν καθημερινά, να βαδίσω για ένα σύντομο εικοσάλεπτο, πάνε - έλα. Ο περιορισμός της κυκλοφορίας, που επιβλήθηκε λόγω του παγκόσμιου λοιμού, περιόρισε, κατά πολύ, το βουητό της πόλης. Οι άδειοι δρόμοι μοιάζουν με στεγνές αρτηρίες χωρίς κινούμενα αιμοσφαίρια. Η σιωπή αδυσώπητη, πλησιάζει του νεκροταφείου. Μόνο το λεωφορείο της γραμμής, άδειο προσπερνώντας τις καθιερωμένες στάσεις, σπάζει τη σιωπή. Ακούω τα βήματά μου καθώς βαδίζω και με παραξενεύει επίσης που ακούω το μανίκι του αριστερού μου χεριού, να τρίβεται πάνω στα πλαϊνά του μπουφάν.
Στα κλειστά μαγαζιά με τις σφαλισμένες πόρτες η απουσία λαβαίνει το νόημά της. Οι άνθρωποι αδειάσανε τον καθημερινό μας κόσμο και το όποιο τυχαίο συναπάντημα, σημαίνει μονομιάς διέλευση από "μακρυά κι αγαπημένοι". Η φετινή άνοιξη θα απουσιάσει επίσης. Απομένει να αναπέμψουμε τη μνήμη μας σε παλιές "χαμένες άνοιξες" που λέει κι ο ποιητής. Ή, συνηθισμένοι καθώς είμαστε, να πειστούμε πως ήρθε, βλέποντάς την στην τηλεόραση.
Κάπου διάβασα ότι "οι μέρες έγιναν θολές και οι νύχτες είναι πιο νύχτες από νύχτες". Πάει καιρός που τις ένιωθα έτσι, μα ήμουν ανήμπορος να το διατυπώσω. Πριν αρχίσω να εκτίω την ποινή μου, έφτανα στο σπίτι μου ύστερα από τη δουλειά, γύρω στις εννιά κάθε βράδυ. Ύστερα από μέρες θολές και νύχτες πιο νύχτες από νύχτες...
Απ' τες εννιά
Δώδεκα και μισή. Γρήγορα πέρασεν η ώρα
απ' τες εννιά που άναψα την λάμπα,
και κάθησα εδώ. Καθόμουν χωρίς να διαβάζω,
και χωρίς να μιλώ. Με ποιόνα να μιλήσω
κατάμονος μέσα στο σπίτι αυτό
Το είδωλον του νέου σώματός μου,
απ' τες εννιά που άναψα την λάμπα,
ήλθε και με ηύρε και με θύμησε
κλειστές κάμαρες αρωματισμένες,
και περασμένην ηδονή - τι τολμηρή ηδονή!
Κ' επίσης μ' έφερε στα μάτια εμπρός,
δρόμους που τώρα έγιναν αγνώριστοι,
κέντρα γεμάτα κίνησι που τέλεψαν,
και θέατρα και καφενεία που ήσαν μια φορά.
Το είδωλον του νέου σώματός μου
ήλθε και μ' έφερε και τα λυπητερά·
πένθη της οικογένειας, χωρισμοί,
αισθήματα δικών μου, αισθήματα
των πεθαμένων τόσο λίγο εκτιμηθέντα.
Δώδεκα και μισή. Πως πέρασεν η ώρα.
Δώδεκα και μισή. Πως πέρασαν τα χρόνια.
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης