Ημερολόγιο λοιμού -9
Τετάρτη 8 Απριλίου
Συμπληρώνονται 42 μέρες από τη μέρα που ο covid -19 πάτησε το πόδι του στην πατρίδα μας. 42 μέρες γεμάτες από μια πρωτόφαντη και παράξενη ένταση, 6 βδομάδες βγαλμένες, σαν από ευφάνταστα βιβλία επιστημονικής φαντασίας ή σαν ανατριχιαστική ταινία θρίλερ. Αμέτρητοι οι θάνατοι στην Κίνα αρχικά, ύστερα στην Ιταλία, στην Ισπανία, στην Αγγλία και τώρα στις ΗΠΑ. Ένα απόλυτο κρεσσέντο τραγωδίας θανάτων, που δεν μπορεί ν' αναχαιτιστεί. Τα σύνορα έκλεισαν, τ' αεροπλάνα σταμάτησαν να πετάν, τα πολυτελή και πολυπληθή κρουαζιερόπλοια μπήκαν αρόδο - καραντίνα, οι δρόμοι άδειασαν από οχήματα αλλά και από ανθρώπους. Δεν είναι πυρηνικός πόλεμος, είναι μόνο "παρόμοια", δηλαδή παγκόσμιου μεγέθους, συμφορά. Που απέκτησε το αληθινό της νόημα και ζωντανεύει κάθε ώρα και κάθε στιγμή στο διαδίκτυο, στην τηλεόραση, στις ατέλειωτες μύχιες σκέψεις και στις συζητήσεις μας. Αδιόρατος φόβος μονοπωλεί τη ζωή μας ολάκερη, όπου ο πλησίον γίνεται, εν δυνάμει, "επικίνδυνος" ακόμη κι όταν είναι ο πιο εγκάρδιος φίλος. Οι χειραψίες καταργήθηκαν, κανείς δεν με έχει σπρώξει τυχαία εδώ και καιρό και κανείς πια δεν μπαίνει στο ασανσέρ μαζί μου.
Σήμερα, τέτοια μέρα, τέτοιας παράξενης εποχής διάλεξα να κλείσω ένα μεγάλο κεφάλαιο της ζωής μου. Που είναι μεν ασήμαντο μπροστά σ' αυτό που μας συμβαίνει, ωστόσο για μένα έχει ιδιαίτερη σημασία. Θα 'μουν 20 χρονών όταν πρωτοέδωσα αίμα για κάποιο συνάνθρωπό μας που τό 'χε ανάγκη. Ήμουν φοιτητής κι έκαμα άσκηση στο ΑΧΕΠΑ. Μία ασθενής μας έπρεπε να χειρουργηθεί (θυμάμαι ότι είχε πρόβλημα με τα νεφρά της) και χρειάζονταν αίμα. Ήταν μουσουλμάνα απ' τα πομακοχώρια της Θράκης. Θάτανε δεν θάτανε 16 - 17 χρονώ κι ήταν ήδη παντρεμένη μ' έναν - πάντα λυπημένο - συνομήλικο συντοπίτη της. Τους είχα βρεί απελπισμένους, επειδή είχε φτάσει η σειρά τους για το χειρουργείο κι επειδή το έμαθαν τελευταία στιγμή, δεν είχαν τις απαραίτητες φιάλες αίματος. Οι συγγενείς τους ήσαν μακρυά και την εποχή εκείνη, δεν γνώριζα ακόμη τις τότε ανεπίτρεπτες απαγορεύσεις και τις σε βάρος τους διακρίσεις, που εφάρμοζε ο τότε ημέτερος κρατικός "πολιτι-ζμός". Ειδοποίησα δυό φίλους συμφοιτητές και πήγαμε και δώσαμε -όλοι μας για πρώτη φορά - το χρειαζούμενο αίμα.
Πέρασε καιρός, ίσως κάνας μήνας και με ειδοποίησαν ότι η μάνα μου με ψάχνει και γύρευε να γυρίσω επειγόντως στο σπίτι. Θυμάμαι πως έπαιζα ποδόσφαιρο, όταν ένας νεοφερμένος συμπαίκτης μου έφερε το μαντάτο. Άλλωστε εκείνη την εποχή δεν υπήρχε το κινητό τηλέφωνο. Ανήσυχος, επέστρεψα όσο πιο σύντομα μπορούσα στο σπίτι, μιας και η μάνα μου δεν τό' χε συνήθειο να με ψάχνει και μάλιστα επειγόντως. Όταν μου άνοιξε την πόρτα, είδα στο πρόσωπό της ένα περίεργο μίγμα συναισθημάτων. Περιείχε ανάμεικτη την αγχώδη ανησυχία με την κλασσική, όμως συγκρατημένη εκείνη τη στιγμή, αποστροφή της, προς κάθε τι που δεν υπηρετούσε τις ακραίες απαιτήσεις καθαριότητας, για την μόνιμα υποχόνδρια μάνα μου.
- "Πού είσαι και σε ψάχνω"; με ρώτησε χαμηλόφωνα, μ' ένα παράπονο στα χείλη της. Με παραξένεψε που με ρώταγε χαμηλόφωνα, το παράπονο το 'χα συνηθίσει. Ύστερα μ' έπιασε απ' το μανίκι, για να σκύψω κοντά της και κάμοντάς μου νόημα, πως δεν ήθελε άκουστεί παραμέσα, μου ψυθίρισε: - "ήρθαν κάτι... γύφτοι, μέσα στο σαλόνι είναι..." και μου εξήγησε με δισταγμό: -"και σε ψάχνουν... ¨εφεραν και δώρα"! Είχα λησμονήσει, όπως είναι φυσικό, το συμβάν με την αιμοδοσία. Οι "γύφτοι" που νόμισε πως είδε η μάνα μου, ήσαν οι συγγενείς της νεαρής μουσουλμάνας, που γι' αυτήν είχαμε δώσει αίμα. Είχαν έρθει να μ' ευχαριστήσουν κι ακόμα δεν έχω καταλάβει πως βρήκαν το σπίτι μου. Το πολύχρωμα παράταιρο ντύσιμό τους, η μελαμψή εμφάνισή τους και τα μπακιρένια μπρίκια για τον καφέ, οι δίσκοι και τα φλυτζάνια, που ήταν το ρεγάλο τους, την είχαν πείσει πως ήσαν γύφτοι. Που για τη μάνα μου ήσαν συνώνυμο πλημμελούς καθαριότητας, γιατί από ρατσισμό δεν σκάμπαζε η συγχωρεμένη. Για μια βδομάδα μετά, ο πατέρας μου γκρίνιαζε συγχισμένος εναντίον της, πως τον είχε πουντιάσει, επειδή η μάνα μου, (που είχε αποστειρώσει τα πάντα), άφηνε τις μπαλκονόπορτες τέντα ανοιχτές, για να αεριστεί το σπίτι...
Από τότε, το 'καμα συνήθειο μια - δυό φορές το χρόνο (μπορεί και τρείς) να δίνω αίμα. Ακούγοντας, ότι εξ΄αιτίας των σημερινών περιστάσεων, λιγόστεψαν τα αποθέματα αίματος, κίνησα, σήμερα το πρωί, να αιμοδοτήσω. Έξω απ' το δημαρχείο, γύρω και πάνω στα σκαλιά, περίμεναν καμμιά εικοσαριά υποψήφιοι αιμοδότες. Με τα χαρτιά της αιμοδοσίας στο χέρι, χάζευαν τους υπάλληλους της αιμοδοσίας, που ξεφόρτωναν (με καθυστέρηση μιας ώρας από την προγραμματισμένη) τα υλικά τους. Απογοητεύτηκα, επειδή είχα μονάχα μια ώρα στη διάθεσή μου και υπολογίζοντας ότι θα 'πρεπε να περιμένω τουλάχιστον τρείς ώρες, σκέφτηκα να φύγω. Ύστερα, με δεύτερη σκέψη, αποφάσισα να μπώ στο δημαρχείο, για να μάθω καλύτερα. Πριν ρωτήσω, ένας μασκοφορεμένος νεαρός με γάντια, μου ζήτησε να λάβω ένα αριθμό προτεραιότητας από ένα τραπέζι. Πήρα τον αριθμό 20 και περίμενα μια κυρία (ομοίως μασκοφορούσα και με γάντια) που έμοιαζε αρμόδια και που εξηγούσε σε κάποιο παριστάμενο, τις προϋποθέσεις για να δώσει αίμα. Άνοιξε η εξώπορτα του δημαρχείου πίσω μου κι ένας κύριος μου ζήτησε να του δώσω ένα αριθμό επίσης. Τού 'δωσα το είκοσι, επειδή είχα την αίσθηση ότι δεν επρόκειτο να περιμένω. Έμεινα για λίγο αναποφάσιστος, πήρα αμήχανα τον αριθμό 21 κι ενώ το ζύγιζα, η εν λόγω μασκοφορεμένη άγνωστη κυρία απευθύνθηκε σε μένα και μάλιστα με τ' όνομά μου!
Ως κλασσικός έλληνας, εκμεταλλεύτηκα την γνωριμία και παραβίασα το πρωτόκολλο " κι αν είσαι παπάς, με την αράδα σου θα πάς". Γεμάτος τύψεις κι ενοχή ανέβηκα (όχι με το ασανσέρ) στον τρίτο όροφο, στην αίθουσα των συνεδριάσεων του δημοτικού συμβουλίου, όπου έδρευε σήμερα η αιμοδοσία. Αφού μου μέτρησαν (ψηφιακά, με ηλεκτρονικά μηχανάκια παρακαλώ) θερμοκρασία, πίεση κι αιματοκρίτη, η αιματολόγος μου δήλωσε πως δεν θα μου έπαιρναν αίμα, επειδή δεν είχα φάει πρωινό! Αναγκάστηκα να επιστρατεύσω όση πειθώ και όση "λεκτική γοητεία" διαθέτω, για να κάμψω την άρνησή της. Υπογράμμισα δε, πως η σημερινή μου αιμοδοσία επρόκειτο να είναι και η τελευταία της ζωής μου, ύστερα από σαράντα και πλέον χρόνια σταθερής συνήθειας. Πάτησα τα 65 και γνώριζα (από την προ τετραμήνου παρουσίας μου εκεί και για τον ίδιο λόγο), πως δέχονται αιμοδότες μέχρι την σημερινή μου ηλικία. Ξαφνιάστηκε! Φαίνεται πως μικροδείχνω και μου δήλωσε πως με είχε περάσει για πενηντάρη, άντε πενηνταπεντάρη. Οπότε, να κι ένας ακόμη λόγος για να μη δώσω αίμα. Το αίμα των 65ντάρηδων, λέει αραιώνει (σαν ξυνισμένο γιαούρτι, σκέφτηκα ασυναίσθητα). Τελικά την έκαμψε φαίνεται η αφοσίωσή μου, επί τόσα χρόνια στον θεσμό της αιμοδοσίας και αφού πρόσταξε και μου έφεραν ένα σακουλάκι αλμυρά μπισκότα για να φάω, μου κάμαν το χατήρι...
Υ.Γ. Αργότερα, διάβασα στο διαδίκτυο ότι πέθανε ο θρύλος της αμερικάνικης folk μουσικής John Prine. Δεν είναι ιδιαίτερα γνωστός στην Ελλάδα και τον εκτιμούσε πολύ ο Bob Dylan, η Joan Baez και πολλοί άλλοι σπουδαίοι δημιουργοί. Προς τιμήν του ακούω ένα τραγούδι του από την Joan Baez.