Ημερολόγιο λοιμού -4

του Αλέξανδρου Υδάτη
Παρασκευή 3 Απριλίου
Ήμουν δεκάξι χρόνων όταν με σταμάτησε στο δρόμο, για πρώτη φορά στη ζωή μου η αστυνομία. Για να ελέγξει ποιός είμαι, που πάω και τι γυρεύω, ώρα εντεκάμισυ το βράδυ, έξω και μακρυά απ' το σπίτι μου. Είχα κατατρομάξει! Επειδή τότε μας κυβερνούσε η χούντα του Παπαδόπουλου, του Ιωαννίδη και των λεγόμενων συνταγματαρχών.
Χθές, με σταμάτησε (για δεύτερη συνεχόμενη φορά) η τοπική αστυνομία. Με υπέβαλαν σε "έλεγχο μετακίνησης", όπως αποφάσισε να εφαρμόσει η τρέχουσα κυβέρνηση, που ακόμα δεν έχει απαγορεύσει κάθε κυκλοφορία μας. Φυσικά δεν τρόμαξα. Μόνο που ένιωσα παράξενα κι ας γνώριζα, πως είναι πολύ πιθανό να σταματήσουν κι εμένα, όπως και τους υπόλοιπους συμπολίτες μας. Παραξενεύτηκα, επειδή έχει περάσει σχεδόν μισός αιώνας, από την τελευταία φορά που με σταμάτησε και με έλεγξε η αστυνομία, για τους ίδιους σχεδόν λόγους. Αναγνωρίζω βεβαίως πως οι συνθήκες είναι διαφορετικές. Η μέθοδος, όμως, παραμένει ομοίως καταχρηστική. Γι' αυτό και αντιπαθητική. Ασφαλώς η πανδημία, που γονάτισε την αθρωπότητα, είναι εξαιρετικά επικίνδυνη σαν τον λίβα που καίει τα σπαρτά. Οι πολυάριθμοι ξαφνικοί θάνατοι αμέριμνων ανθρώπων εν καιρώ ειρήνης, η παγκόσμια, ταχεία και πρακτικά ανεμπόδιστη μετάδοση του κορονοϊού σε ρυθμούς διαδικτυακών GigaMegapps, δεν αφήνουν περιθώρια για ηπιότερα μέτρα. Κι όταν η κατάσταση δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί διαφορετικά, τότε είναι ανάγκη να εφαρμόζονται και τέτοιου είδους ανελεύθερα μέτρα.
Όμως για ανθρώπους σαν εμένα τέτοιοι έλεγχοι, παραμένουν καταχρηστικοί και είναι από πολύ παλιά, άσχημα φορτισμένοι. Στην εποχή της χουντικής επταετίας, ήταν συνηθισμένο μέτρο η απαγόρευση της κυκλοφορίας. Είτε ο αστυνομικός είτε ο χωροφύλακας (όψεις του ίδιου νομίσματος την εποχή εκείνη) σ' έβλεπαν απ' τη γωνία να διαβαίνεις, με το ύφος "κάνε κάτι να σε βαρέσω!". Το "κάνε κάτι" ήταν ένα βλέμμα, που ίσως δεν ήταν αρεστό στον αστυνόμαγκα, μια γκριμάτσα ή οτιδήποτε τον "εφοδίαζε" με το "δικαίωμα" να σε βρίσει, να σε διώξει με σκαιότητα, να σε χτυπήσει ή και να σε συλλάβει. Ήταν η ανώμαλη εποχή, που θα μπορούσες να βάλεις δυό δραχμές σ' ένα τηλεφωνικό θάλαμο και να τηλεφωνήσεις στην ασφάλεια και χωρίς λόγο να καταγγείλεις τον οποιονδήποτε ότι είναι κομμουνιστής. Άντε μετά να ξεμπλέξεις!
Το βράδυ εκείνο της χούντας, που με σταμάτησαν για τον πρώτο μου έλεγχο, είχα πάει από τις οχτώ το βράδυ (χειμώνας του 1972 ήταν) μαζί με ένα παιδικό μου φίλο, σινεμά. Βγαίνοντας απ' την αίθουσα διόμυση ώρες μετά, πήγαμε στην Άθωνος για πατσά. Κατόπιν πήραμε την Ερμού ποδαράτα, για την επιστροφή στο σπίτι. Ερμού, Βενιζέλου και Σπανδωνή (στο τρίστρατο που είχε δολοφονηθεί ο Γρηγόρης Λαμπράκης) μας σταμάτησαν για έλεγχο, τα "καρακόλια". Με τη λέξη αυτή, στην τότε καθημερινή μας αργκό, αναφερόμασταν στην παντοδύναμη τριάδα αστυνομικός - στρατονόμος - ασφαλίτης. Δεν είχαμε ταυτότητες μαζί μας, για να τεκμηριώσουμε του ποιοί είμαστε, που κατοικούμε κλπ. Οποτε μας μετέφεραν στο κτίριο της τότε Γενικής Ασφάλειας Θεσσαλονίκης, που ήταν κοντά, για "εξακρίβωση στοιχείων". Εκεί βρήκαμε καμμιά εικοσαριά νοματαίους, που βρίσκονταν εκεί για τον ίδιο λόγο. Είμαστε και οι δυό τρομαγμένοι κι αυτό δεν μπορούσε να κρυφτεί. Είμαστε στιβαγμένοι όλοι μαζί σ' ενα ισόγειο διάδρομο, όταν ένας ασφαλίτης που βγήκε απ' το πουθενά, καθώς μας είδε και διαπίστωσε πως είμαστε μικροί σε ηλικία, άρχισε να φωνάζει: - τί τα φέρατε μωρέ αυτά τα νιάνιαρα εδώ; και ρίχνοντάς μας από μια καρπαζιά, μάλλον καθησυχαστική, έφυγε βιαστικός προς την έξοδο. Λίγο μετά, καθώς περιμέναμε τη σειρά μας για τον έλεγχο, ακούστηκαν φωνές και βρισιές στην είσοδο. Πριν καταλάβουμε τι συνέβαινε, η πόρτα άνοιξε βίαια. Ο ίδιος ασφαλίτης, μπροστά από ένα τσούρμο συναδέλφων του, μας διέταξε άγρια να παραμερίσουμε. Πίσω του κουβάλαγαν, βίαια σέρνοντας, δυό εμφανώς γρονθοκοπημένους και κακοποιημένους τριανταπεντάρηδες. Τους μπουζούριασαν σ' ένα γραφείο κι απομείναμε, οι περισσότεροι εμβρόντητοι και με απόλυτη σιωπή. Πριν συνέλθουμε απ' τον φόβο, βγήκε πάλι στο διάδρομο ο ασφαλίτης και μας διέταξε, όλους, να τσακιστούμε και να πάμε σπίτια μας! Υπογραμμίζοντας πως την επόμενη φορά δεν θα λησμονούσαμε να "φέρουμε" τις ταυτότητες πάντα μαζί μας...
Μέχρι την πτώση της χούντας έπαιρνα την ταυτότητα μαζί μου, ακόμη κι όταν η μάνα μου μ΄έστελνε στον φούρνο για ψωμί. Κι όπως είναι φυσικό, αργότερα με έλεγξαν μερικές φορές ακόμη, με την ίδια σκαιά υπεροψία της τότε αστυνομίας.
Αυτά τα "παιδικά τραύματα" που λέει κι ο Sigmud Freud φαίνεται πως δεν ξεχνιούνται...