Ημερολόγιο λοιμού -14

2020-04-16
Ελ Γκρέκο η Σταύρωση (1595 - 1600)
Ελ Γκρέκο η Σταύρωση (1595 - 1600)

Μεγάλη Πέμπτη 16 Απριλίου

"Σήμερον κρεμάται επί ξύλου, ο εν ύδασι την γην κρεμάσας..." Ήταν Μεγάλη Πέμπτη, καθώς σήμερα. Είμαστε προσκυνητές στο Άγιο Όρος, σ' ένα τιποτένιο, ταπεινό και πολυκαιρίσιο ασκητικό καλύβι, σιμά στην κορφή του Άθωνα. Νύχτα προχωρημένη, ψυχρή κι ασέληνη. Σφιγγόμαστε, σύγκορμοι απ' το Απριλιάτικο κρύο κι απ' το τραχύ ξύπνημα εν μέσω της νυκτός και μπαίνουμε στο δωμάτιο - εκκλησάκι του παπα - Μόδεστου. Δυό εμείς και βρίσκουμε μέσα στο μισοσκόταδο τους τρείς Σερραίους προσκυνητές, των οποίων πνευματικός ήταν ο παπα - Μόδεστος. Κάθε Μεγάλη Εβδομάδα, το 'χαν καθήκον να μεταβαίνουν στην άκρη του Άθωνα, να μερεμετίσουν (ότι μπορούσαν) στο σπίτι, στον κήπο, στην περίφραξη, στη στέγη και σε όποια ανάγκη του σπιτιού τους ανέφερε ο παπάς. Χρυσοχέρηδες τεχνίτες και οι τρείς, δούλευαν ακούραστα όλη μέρα. Τις νύχτες, μυούνταν, παθιασμένα και με περισσή ευλάβεια, στα μυστήρια κι ακατανόητα μουρμουρητά, με τα οποία ο παπα - Μόδεστος κι ο γέροντάς του Ευμένιος (συνομίληκος του παπα - Μόδεστου) τελούσαν την καθημερινή λειτουργία 365 μέρες το χρόνο! Μαζί κι ο νιοφερμένος (θα 'χε δεν θα 'χε δυο - τρία χρόνια εκεί) δόκιμος καλόγερος, ο Δημητρός. Ήγουν οχτώ νοματαίοι (προσκυνητές και καλόγεροι) σ' ένα δωμάτιο τριάντα τετραγωνικών περίπου, αλλά κανονική εκκλησιά. Με την ξύλινη ωραία πύλη, με το ψαλτικό δεξιά, με τα στασίδια κι όλο τον απαραίτητο εξοπλισμό ενός ιερού. Χρυσοποίκιλτες εικόνες του Χριστού, της Παναγιάς και των 12 Αποστόλων διακοσμούσαν την Ωραία Πύλη κι εκεί, για πρώτη φορά κατάλαβα, για ποιό λόγο χρησιμοποιούν το χρυσάφι και το ασήμι στην κατασκευή και στη διακόσμηση της μετώπης του ιερού. Σ' εκείνο το καλύβι των Αγίων Αποστόλων, στους οποίους είναι αφιερωμένο και που βρίσκεται σκαρφαλωμένο στην περιοχή της Σκήτης της Κερασιάς, στη σκιά του Άθω δεν έχει πάει ακόμα ο ηλεκτρισμός. Όπως και σε πολλές άλλες σκήτες και σε μοναστήρια στο Άγιο Όρος. Καθημερινά, στα μεσάνυχτα περίπου οι καλόγεροι προσεύχονται, τελώντας τη Θεία Λειτουργία. Στην κατασκότεινη εκκλησιά, όταν ανάψει το πρώτο κερί, το φώς του πολλαπλασιάζεται αμέσως, απ' την αντανάκλασή του πάνω στις επιχρυσωμένες μετώπες. Λάμπει κι αστράφτει κι ύστερα, διαχέεται φωτογόνο και ζωογονεί όλο τον χώρο. Δεν μπορούσα να φανταστώ πως το φως ενός κηρίου, που λέγαν κι οι παλιοί ηλεκτρολόγοι, θα μπορούσε να είναι τόσο ισχυρό και διαυγές.

Ο ευαίσθητος παπα - Μόδεστος, όταν έμπαινε εκεί να λειτουργήσει, έδινε νόημα κι ενστερνίζονταν το βάρος της κάθε λέξης που χρησιμοποιούσε. Το αβίαστο και ασίγαστο πάθος της πίστης του στο Θεό αλλά και της ανάγκης του να προσεύχεται, δεν αργούσε να συντελεστεί χειροπιαστό, σαν τη φωτιά που καίει, μπροστά στην παρουσία μας. Η ψυχή του ανάβλυζε την - σαν για πρώτη φορά - βαθειά του συγκίνηση, καθώς τον αξίωνε ο Θεός, να λειτουργήσει δοξάζοντάς Τον! Πολλές φορές είχαμε συγκινηθεί κι εμείς, νιώθοντας τον λυγμό της πηγαίας του θέρμης, να κάμπτει τη φωνή του, να γονατίζει τον ψαλμό του και να βεβαιωνόμαστε πως κάπως έτσι συντελείται το Μέγα Μυστήριο της βέβαιας ύπαρξης του Θεού! Την συντελεσμένη και χειροπιαστή κατάνυξη (που ποτέ μου δεν την ένιωσα αλλού) μας τη χάλαγε η "κορακίσια" παρέμβαση του γέροντα Ευμένιου. Ο γερόντας ήταν ένας άνθρωπος δύστροπος. Δηλαδή sui generis δυσμενής, σε όλους και με όλους τους τρόπους του. Μολονότι ασκούσε την "αγάπη" του Χριστού, είχε ένα μοναδικό τρόπο να δημιουργεί αντιπάθεια κι αποφυγή. Πολλές φορές σκεφτόμουν ότι αν τον έβαζαν να ασκεί εχθρότητα, ίσως τελικά να κατάφερνε να δημιουργήσει αγάπη. Το 'χω βάρος στη συνείδησή μου, που του κόλησα το παρατσούκλι Δυσμένιος, αντιστρέφοντας τ' όνομά του. Το παρατσούκλι διαδόθηκε και στις γύρω σκήτες κι οι καλόγεροι που γνώριζα, δεν θα 'λεγα πως είχαν αντιρρήσεις, για την επιλογή μου. Τόσο πολύ βασάνιζε, χωρίς λόγο, τον καθένα. Να 'ναι συγχωρεμένος, μπας και συγχωρεθώ κι εγώ...

Ξημέρωμα της Μεγάλης Παρασκευής, σαν τέλειωσε η λειτουργία, καθίσαμε να φάμε. Θυμάμαι το μενού: νερόβραστες φακές και νερόβραστα κουκιά μέσα σε ξύλινα πιάτα και με ξύλινα κουτάλια! Γνωρίζαμε πως ήταν μέρα νηστείας και γνωρίζαμε πως το "γεύμα", δηλαδή το μεσημεριανό, πέρνονταν στις πέντε το πρωί. Δεν ξέραμε κι ούτε είχαμε ΄δει ποτέ ξύλινα πιάτα και κουτάλια. Όταν ρώτησα, μου αποκρίθηκε ξερά κι ειρωνικά ο Δυσμένιος: - "κάμε υπακοή, μη ρωτάς και τρώγε!" Δεν συνέχισα, επειδή ο φίλος μου ο Γιάννης, μου πάτησε με νόημα το πόδι, αποτρέποντάς με. Όταν τέλειωσε και το φαγητό, πήρε το θάρρος του ένας εκ των Σερραίων συνδαιτημόνων και ρώτησε τους γέροντες, τι σημαίνει η φράση "ο εν ύδασι την γην κρεμάσας".

Έσπευσε ο παπα - Μόδεστος να εξηγήσει, αλλά τον έκοψε με μια αυστηρή κίνηση ο γέροντας Δυσμένιος λέγοντας ειρωνικά: -"ασε να μας εξηγήσει ο ανεψιός σου, που είναι και σπουδαγμένος και που τα ξέρει όλα!" Χαμογέλασα καθησυχαστικά στον παπα - Μόδεστο, που μπορεί να υπέθεσε πως θα έλυνα το ζωνάρι μου για καυγά κι εξήγησα του Σερραίου. -"Η γη είναι η στεριά που ζούμε και οι θάλασσες. Κι επειδή οι θάλασσες είναι πολύ μεγαλύτερες σε έκταση απ' τις στεριές, κατά τον ποιητή, ο Χριστός, ο Θεός είναι σαν να κρέμασε απ' το χέρι του και στήριξε τη γή και δεν βουλιάζουμε". Η ερμηνεία μου άρεσε ακόμα και στον Δυσμένιο κι έτσι πήρε θάρρος ο ανύποπτος Σερραίος προσκυνητής και διατύπωσε την μεγάλη του απορία, με ένα παράπονο: - "γιατί δεν φτιάχνουμε τις εκκλησιαστικές γραφές και τις λειτουργίες στη σημερινή μας γλώσσα; να τα καταλαβαίνουμε κι εμείς που δεν είμαστε γραμματισμένοι"... Ξαναστράφηκε σε μένα ο Δυσμένιος, ανασήκωσε ειρωνικά τα φρύδια του, άνοιξε ερωτηματικά και τα χέρια του και με κοίταξε με νόημα.

Σαν αστραπή διαπέρασε τη μνήμη μου η πιο σοβαρή κι αιματηρή απόπειρα που είχε γίνει στις αρχές του 20ου αιώνα, για την μετάφραση των ιερών ευαγγελίων της ορθοδοξίας. Στο τέλος του 1901, στην Αθήνα, ένας σπουδαίος λόγιος, ο Αλέξανδρος Πάλλης, μετέφρασε στη δημοτική τα ευαγγέλια και τα δημοσίευσε σε σειρές η εφημερίδα "Ακρόπολις". Ήταν μια πολύ δύσκολη εποχή για την Ελλάδα και τους Έλληνες. Λίγα χρόνια πριν η Ελλάδα είχε χρεοκοπήσει το 1893 κι ήταν τότε που ο Τρικούπης το είχε αναγγείλει με το περίφημο: - "δυστυχώς επτωχεύσαμεν", όπως ακριβώς το επανέλαβε ο αλήστου μνήμης Γιωργάκης Παπανδρέου στις μέρες μας. Το δε 1897 είχαμε καταστραφεί στον ελληνοτουρκικό πόλεμο και η πατρίδα μας κατέθετε όλα τα έσοδα απ' τα τελωνεία Αθηνών, Πειραιώς και Σύρου, απ' το χαρτόσημο κι απ' τα μονοπωλιακά προϊόντα, δηλαδή τα σπίρτα και το αλάτι, στον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο (ΔΟΕ). Ίδια με τα σύγχρονα μνημόνια και την Τρόϊκα, επειδή η πατρίδα μας ήταν κάτω απ' τον έλεγχο των τότε δανειστών.

Δανείζομαι αποσπάσματα, περί του θέματος, από το βιβλίο του επίσης σπουδαίου λόγιου Βασίλη Ραφαηλίδη: "Ιστορία (κωμικοτραγική) του Νεοελληνικού κράτους (1830-1974)".

"Στο τέλος του 1901 γίνεται η πρώτη φοιτητική εξέγερση και μάλιστα ένοπλη. Και η πρώτη στην ιστορία της ελληνικής παιδείας κατάληψη πανεπιστημιακής σχολής. Πρόκειται για τα περίφημα Ευαγγελιακά, που κράτησαν ενάμισο μήνα κι είχαν οχτώ νεκρούς κι εβδομήντα τραυματίες. Ο σκοτωμός έγινε διότι οι πλείστοι των φοιτητών του Πανεπιστημίου Αθηνών, όλων των Σχολών κι όχι μονάχα της Θεολογικής που πρωτοστάτησε, ζητούσαν, πρώτον να καεί η μετάφραση των Ευαγγελίων στην δημοτική και δεύτερον να αφοριστεί ο Πάλλης και το προσωπικό της εφημερίδας, που δημοσίευε την μετάφραση. Ζητούσαν επίσης να αφοριστεί και κάθε άλλος, που θα έλεγε ναι στην κατανόηση του λόγου του Θεού απ' τους αγράμματους, που Ευαγγέλιο ακούν και για καζαμία το εκλαμβάνουν.

Οι φοιτητές αποτάθηκαν πρώτα στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και τού 'παν το και το. Και ο σεπτός Πατριάρχης λέει: οκέϋ παιδιά, βαράτε τον μεταφραστή. Στη συνέχεια οι φοιτητές πηγαίνουν και στον Μητροπολίτη Αθηνών. Ο Μητροπολίτης επιφυλάσσεται ν' απαντήσει, γιατί θέλει πρώτα να εξετάσει το πράγμα από θεολογικής απόψεως. Όμως οι καθηγητές της Θεολογικής σχολής είχαν ήδη αποφανθεί: Ουδείς πρέπει να καταλαβαίνει τι λέει το Ευαγγέλιο, γιατί έτσι και καταλάβει, τους πήρε και τους σήκωσε ο διάολος τους δεσποτάδες. Εν τέλει, είπε κι ο Μητροπολίτης το ναι και τα οπλισμένα παλληκάρια οχυρώθηκαν στο Πανεπιστήμιο, από όπου διηύθυναν τον ένοπλο αγώνα κατά των απίστων και των "μαλλιαρών" συλλήβδην. Αλλά τι σημασία έχουν οχτώ πεθαμένοι αγωνιστές, μπροστά στον βέβαιο κίνδυνο να καταλαβαίνεις αυτά που ακούς ή διαβάζεις;"...

Έδιωξα απ' τις σκέψεις μου την ανωτέρω αφήγηση - περιγραφή, που με γαργάλιζε. Είδα δίπλα τον φίλο μου ανήσυχο, σκεφτικό κι υποψιασμένο απ΄την ασυνήθιστη παύση μου και στράφηκα στον Σερραίο προσκυνητή, λέγοντάς του: -¨είναι η παράδοση αγαπητέ μου... η θρησκευτική παράδοση που πρέπει να τηρούμε. Αφού έτσι γράφτηκαν τα ιερά βιβλία, είναι σωστό να τα αλλάξουμε;"...

Έτσι κι η Ελλάς παραμένει, παραδοσιακά, επί ξύλου κρεμάμενη και θα παραμένει, ποιος ξέρει, πόσο ακόμα...

© 2020 copyright A. Ydates, Thessaloniki - Greece
Υλοποιήθηκε από τη Webnode Cookies
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε