Ημερολόγιο λοιμού -11
Κυριακή 12 Απριλίου, των Βαΐων
Πήρε και ζέστανε ο καιρός. Οι λεμονιές στο μπαλκόνι ανθοφορούν και οι πρώτες μέλισσες ήρθαν για να δέσουν οι καρποί. Στα τσιμεντένια τείχη όπου κρυβόμαστε, εισβάλλει ανεμπόδιστη η άνοιξη κι η φύση, που τόσο εύκολα λησμονούμε. Τούτο το Πάσχα του λοιμού δεν πρόκειται να ξεχαστεί ποτέ. Είτε πρόκειται για το φετινό και πάντα μακρύ Πάσχα των Ιουδαίων (πού άρχισε καθώς έδυε η 8η μέρα του Απρίλη και θα τελειώσει το βράδυ της 16ης) είτε στο σημερινό, που γιορτάζουν οι Καθολικοί είτε στων ορθόδοξων, που σήμερα μπαίνει στη Μεγάλη του Εβδομάδα. Ο καθείς και το Πάσχα του, ο καθείς στη μοναξιά της καραντίνας του...
Κι αν οι σημερινοί Ισραηλίτες θυμούνται και γιορτάζουν την έξοδό τους από την Αίγυπτο, την απελευθέρωσή τους από την δουλεία των Φαραώ και τη διάβασή τους απ' την Ερυθρά θάλασσα στη Γη της Επαγγελίας, αβίαστα στη θύμησή μου έρχεται η περίφημη σαρκαστική δήλωση της Γκόλντα Μεΐρ: "Ο Μωϋσής έκανε τόσο αγώνα και τόσο δρόμο για μας γλυτώσει απ' τους Φαραώ και τελικά μας έφερε στο μοναδικό μέρος της περιοχής, όπου δεν υπάρχει πετρέλαιο!". Σχεδόν παρόμοια, η ανθρωπότητα έκαμε τόσο αγώνα και τόσο δρόμο για πρόοδο, εξέλιξη κι ευημερία κι ενέσκηψε ξαφνικά ο covid -19 και μας προσγείωσε σαρκάζοντας: -"πού πάτε ρε;"
Ο Χριστιανισμός, με τη σειρά του, πήρε το Πάσχα απ' τους Εβραίους και του έδωσε νέο νόημα: την Ανάσταση του Χριστού και την απελευθέρωσή τους από την αμαρτία και τον θάνατο. Σήμερα που το θανατικό του κορονοϊού, βροντερά χτυπά στην πόρτα του καθενός μας, πολλαπλασιάστηκαν οι προσ-ευχές μας και η ανάγκη για Ανάσταση και αποφυγή, της όσο ποτέ άλλοτε, ενδεχόμενης και πλησιέστατης τελευτής μας.
Τέτοιες μέρες μιας τέτοιας άνοιξης, ο ποιητής Νίκος Καρούζος την περιγράφει εύστοχα και επίκαιρα με το εξής απόσπασμα, από το ποίημά του "Ο Γιάννης μέσα στο έαρ": "πουλιά του Απριλίου χαρούμενα/ εποχή εχθρική/ ως το μυρωμένο βράδυ/ ως τα μεσάνυχτα./ Βγάλε ψυχή μου τραγούδι/ να πολεμήσω την άνοιξη./ Ξένος είμαι στο σπίτι μου/ ξένος στους δρόμους/ με λένε Γιάννη δεν έχω τίποτα δικό μου."
Τέτοιες μέρες, λοιπόν, έρχονται στο μυαλό μου δυό παλιόφιλοι που ομόρφηναν κι εξακολουθούν κι ομορφαίνουν τη ζήση μου: Ο Γιάννης Κ. (που του έχω βαφτίσει τη μεγάλη του κόρη) κι ο Θανάσης Χ. (που μου έχει βαφτίσει τα παιδιά μου). Δυό άνθρωποι που 'χουν το σπάνιο χάρισμα ν' αντιλαμβάνονται - όσο ελάχιστοι εξ ημών - τη μέθεξη του έρωτος της φύσης. Δηλαδή του Θεού. Αμφότεροι βίωσαν και βιώνουν τη φύση, με την φυσικότητα που τα δάκρυα της βροχής στολίζουν ένα αμπελόφυλλο, ή όπως το θαλασσινό αεράκι τρεμουλιάζει σβήνοντας στο πέτρινο ακρογιάλι. Ο Γιάννης βγάζει το πινέλο του και απλά "ζουγραφάει", κατά πως ταπεινά (όπως όλοι οι μεγάλοι) σαρκάζεται κι εξομολογείται ο ίδιος. Διαλέγει μια ρίζα, που ξεράθηκε στον ήλιο και στον αγέρα ή μια πέτρα, που περίτεχνα τη λάξευσε το νερό της θάλασσας ή του ταπεινού χειμάρου και μετα-ποιεί, χειροπιαστά, τις έννοιες των θαυμάτων! Να μωρέ ποίηση, που λέγει κι ο Ελύτης!
Ο έτερος, ο Θανάσης, που "έφυγε" απροσδόκητα νέος κι έγινε τελεσίδικα αναπόσπαστο μέρος της Μητέρας Φύσης, δώρισε γενναιόδωρα, στους ανθρώπους τα ελέη της. Όντας καθηγητής της δασικής οικονομίας στο ΑΠΘ, έδωσε αγώνα σκληρό και κοπιαστικό, για να κάμει το πανεπιστήμιο ωφέλιμο στην τοπική μας κοινωνία. Ημέρωσε την ουτοπία, δείχνοντας στους φτωχούς ανθρώπους του Χολομώντα και του Περτουλίου, πως να καλλιεργούν έλατα, εμπορεύσιμα των Χριστουγέννων, αντί της εχθρικής κι ανεξέλεγκτης και στα κουτουρού υλοτομίας. Κι ως τη θανή του έκαμε ατέλειωτες μελέτες στα δάση του Όλυμπου και της Δράμας, για να δείξει σε ποιών δέντρων το φυλλόχωμα ευδοκιμεί το διαμαντένιο μανιτάρι - μαργαριτάτι της πολύτιμης τρούφας. Φυλάγω ευλαβικά τα ποιητικά δομημένα, γραπτά πανεπιστημιακά του δοκίμια, μνημειώδη κείμενα της αληθινής κι ουσιαστικής Δασικής Οικονομίας.
Δεν αξιώθηκα να βιώνω τη φύση, όσο οι φίλοι μου. Είμαι γέννημα - θρέμμα μιας πέτρινης πόλης και το μόνο δικαίωμα που απέκτησα στην πορεία των χρόνων, είναι να μπορώ, πότε - πότε, να την διαλογίζομαι. Ή να την προσκυνώ σε ποιήματα, όπως αυτό του συμπολίτη μου Νίκου - Αλέξη Ασλάνογλου:
"Επικίνδυνη ηλικία"
Πάντοτε δυσπιστούσα για την άνοιξη. Αυτή η ακαθόριστη
αίσθηση
στις ανθισμένες βραγιές κι' ένα ρίγος λεπτό
κι' οι φωνές των παιδιών στο γήπεδο όταν το απόγευμα διυλίζει
το φως
κι' οι φίλοι μου να περιμένουν το καλοκαίρι, τι κι' αν γινόταν
αργότερα
μια θάλασσα μεσημεριού με ξέθωρον ήλιο
πετράδι δουλεμένο να φέγγει στη νύχτα. Πόλη μου αγαπημένη
πολύβουη μα ερημική, πολύκοσμη μα απρόσιτη βιτρίνα
νεωτερισμών
ψευτίζοντας τη ζωή μας.
Αυτή η θηλυκιά εποχή
στιφή, παράξενη σα γριά, με τις εύκολες συζητήσεις
την πολλή συνάφεια, τη λιγοστή κατανόηση, την απέραντη
μοναξιά
κι' ο εφιάλτης πως κάποτε θα ξυπνήσουμε μη έχοντας τίποτε να
πούμε
ανάμεσα στα βήματα αυτά, πηγαίνουν και πάλι ξανάρχονται
κι' ύστερα σβήνουν στο διάδρομο· ανάβουνε το φως της
σκάλας
μα δεν ακούγεται κανείς.
Υ.Γ. Βρήκα, τυχαία, ένα εξαιρετικό video φτιαγμένο από τον φωτογράφο και σκηνοθέτη Άρη Κατσιγιάννη. Στις δύσκολες μέρες που περνάμε, έκαμε τον κόπο και τό 'φτιαξε, για να μας ενθαρρύνει τους δοκιμαζόμενους μ' ένα θετικό μήνυμα. Το προσυπογράφω...